χειλοπήγαδο

χειλοπήγαδο
το
το χείλος του φρέατος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χειλοπήγαδο — το, Ν χείλος πηγαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χείλος + πηγάδι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”